τοκογλυφοῦσιν

τοκογλυφοῦσιν
τοκογλυφέω
practise usury
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
τοκογλυφέω
practise usury
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οβολοστατώ — ὀβολοστατῶ, έω (Α) [οβολοστάτης] ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”